Dimitris Protopapas

Dimitris Protopapas
inter faeces et urinam nascimur

Διάρκεια 30/9/2010 – 30/10/2010

Μια σειρά απο ζωγραφικά έργα και μια ταινία με θέμα την ανθρώπινη φύση και εμπειρία είναι τα έργα με τα οποία διαπραγματεύεται ο καλλιτέχνης την σχέση του βιωμένου σώματος και της συνείδησης της ύπαρξης. Μια αλληγορική έρευνα πάνω στο φθαρτό και εφήμερο και την αγωνία της ίδιας της κατάστασης της ζωής ως μορφή και ως αλληλουχία και αποτέλεσμα μιας διανοητικής λειτουργίας που αποκαλύπτεται δραματικά μέσα απο την περιήγηση σε άχρονους χώρους του ένστικτου και της ανθρώπινης συνείδησης.

Ο Δημήτρη Πρωτοπαπάς σπούδασε στην Ανωτάτη Σχολή Καλών Τεχνών της Αθήνας και ζει και εργάζεται στην Αθήνα.

Η ΤΕΧΝΗ ΩΣ ΑΝΑΠΟΛΗΣΗ ΤΗΣ ΑΝΘΡΩΠΙΝΗΣ ΦΥΣΗΣ
Ένα από τα βασικά χαρακτηριστικά που διέπουν τόσο την παραγωγή, όσο και την απόλαυση/ κατανάλωση της σύγχρονης τέχνης είναι ο φευγαλέος κι επικαιρικός χαρακτήρας της. Η τάση τούτη, που προάγει την εναλλαγή και την ταχύτητα, έχει διαφοροποιήσει επίσης ριζικά, εν σχέσει και προς τις παλαιώτερες δεκαετίες και την ίδια την αναζήτηση της καλλιτεχνικής φόρμας: η εμβάθυνση, η πολυπλοκότητα και η θεωρητική διαπλοκή έχουν παραχωρήσει πλέον τη θέση τους στην αμεσότητα, τη φαντασμαγορία και την αλληγορική υπαινικτικότητα. Η σημερινή καλλιτεχνική αγορά, ως παραγωγός της φόρμας, αλλά και ως πλαστουργός του υποκειμένου-υποδοχέα της τέχνης, έχει απομακρυνθεί από μία βασική κατηγορία του γενικού χαρακτήρα του έργου τέχνης, της αναπόλησης.
Τούτη ακριβώς τη δυνατότητα της αναπόλησης, τη θεμελιώδη αξία του καντιανού υψηλού και δεύτερη, αλλά καθοριστική, στιγμή για την ερμηνεία του έργου κατά τον Luigi Pareyson, κατορθώνει να διαφυλάξει το έργο του Δημήτρη Πρωτοπαπά, αποτολμώντας μία ‘λοξή’, αλλά συνάμα δυναμική, ματιά απέναντι στη θεματική και μορφολογική συμπερασματικότητα της εποχής του.
Τα έργα του Πρωτοπαπά εάν χαρακτηρίζονται από κάτι είναι η βουλητική έμφασή του στη ματαιότητα των εμπειρικών πεποιθήσεων. Σε μία εποχή, όπου η αισθητική κατάπληξη και το σκάνδαλο αποτελεί μέρος της καθημερινής πρακτικής και αναζήτησης στην τέχνη, εκείνος διατηρεί μία στάση εφεκτική απέναντι στο «λαϊκό –pop» χαρακτήρα της καλλιτεχνικής παραγωγής, που αμιλλάται (με αμφίβολα σε ορισμένες στιγμές αποτελέσματα), άλλες δραστηριότητες που διατηρούν μία διαπερατότητα με την παραδοσιακή τεχνουργία. Οι μορφές του Πρωτοπαπά διατηρούν μία ανάμνηση των βασικών κατηγοριών του έργου τέχνης, όπως αυτές διαμορφώθηκαν κατά τη διάρκεια της ιστορίας του. Ο αλληγορικός χαρακτήρας τους αποτελεί ένα διαρκές memento mori, τόσο όσον αφορά τη σημερινή παραγωγή και τα πρότυπά της, όσο και ως προς το μοιραίον της ανθρώπινης ύπαρξης—που τόσο τείνουμε να αγνοούμε στις μέρες μας, υπακούοντας στις Σειρήνες της τρυφηλότητας, της φενάκης για την παρατεταμένη νεότητα, και στη λήθη της ταχύτητας.
Εάν στην εποχή μας το καντιανό Υψηλό (sublime) ερμηνεύεται μόνον κατά τη μαθηματική του ένταση (ως μέγεθος και εντύπωση), ο Πρωτοπαπάς μας υπενθυμίζει και την δυναμική πλευρά του. Εκείνην δηλαδή η οποία παράγει την απόλαυση μέσα από την διέγερση των αισθήσεων και της διανόησης, που με τον συγκερασμό των αντιθέτων –ή και αντιφατικών πολλές φορές—συναισθημάτων, συμβάλλει συνθετικά στην κατανόηση ενός νοήματος βαθύτερου μέσα από την εμπειρία του έργου. Σε τούτη τη δυναμική αντίληψη του Υψηλού, η απόλαυση και η αποστροφή συνδεκάζονται σε μία ελεύθερη αντίληψη του υποκειμενικού και ταυτόχρονα οικουμενικού, «ωραίου», όχι με την κλασσική και τετριμμένη του έννοια του τερπνού και μόνον, αλλά με τη σημασία του έγκυρα αποδεκτού από τη συνείδηση.
Τούτος ο συγκερασμός, που επικυρώνεται και σε κατοπινές απόψεις θεωρητικών, όπως ο ανησυχητικά οικείος χαρακτήρας που οδηγεί σε μία αποθέωση του κατά βάσιν αποτρόπαιου στην θεωρία του Φρόιντ, αργότερα στις Ελεγείες του Ρίλκε ή ακόμη και στον ανήμπορο να στεριωθεί και να μεταδωθεί χρόνο των συνεχών εμπειριών του Μπένγιαμιν, εντοπίζεται και στην καλλιτεχνική πρόταση του Πρωτοπαπά. Η διαρκής υπόμνηση του άλλου σώματος, του άλλου χρόνου, και της άλλης φύσης του ανθρώπου, διαπερνά κάθε επιφανειακή εντύπωση κάλλους, υγείας, καλωσύνης και υποδειγματικότητας της ζήσης. Μας υπενθυμίζει πως η φθαρτότητα είναι εκείνη που δίνει νόημα στην ανθρώπινη υπόσταση και ο πόνος και η σκληρότητα, του ανθρώπου προς τον συνάνθρωπο, τα ζώα και τη φύση είναι η θεμελιακά εγγεγραμμένη ενστικτώδικη θέση του.
Πίσω από την ομορφιά του βίου, ο Πρωτοπαπάς μας υπενθυμίζει όπως και ο Αγ. Αυγουστίνος πως inter faeces et urinam nascimur (πως γεννιόμαστε ανάμεσα στις ίδιες τις εκκρίσεις μας στον εμβρυακό μας σάκκο) κι όμως τούτο το προϊόν ενός οργάνου, που εξόν από την απόλαυση και την αναπαραγωγή χρησιμεύει και στην απέκκριση, το θαυμάζουμε και το αγαπούμε ως ωραίο.
Εάν όπως έλεγε ο Χέγκελ, η τέχνη εάν δεν μπορεί να ξορκίσει το κακό, τουλάχιστον προσφέρει μία παραμυθία απέναντί του, στα έργα του Πρωτοπαπά διαπιστώνεται η άλλη βασική παράμετρος της λειτουργίας της τέχνης, που ξεπερνά την παρηγοριά και την λήθη: η τέχνη βοηθά να σκεπτόμαστε και μέσω της αναπόλησης των γεγονότων, της αναμόχλευσης των αισθημάτων και των πεποιθήσεων, και μέσα από την προβολή τους στον χάρτη της ανθρώπινης διάνοιας και σκέψης, μας βοηθά πρωτίστως να κατανοούμε την ιδίαν φύση μας, αποτελώντας κατά κύριο λόγο ένα βασικό νοητικό εργαλείο. Η τέχνη, λειτουργώντας ανακλητικά και διανοητικά, ωθεί πρωτίστως το υποκείμενο, στην έξαρση προς έναν ανώτερο διανοητικά αναβαθμό, που συγκορμίζοντας το πρακτικό της εμπειρίας και το ενορατικό της λογικής, προβαίνει σε μία οντογένεση με καθαρά ηθικό—υποκειμενικά και οικουμενικά—αντίκτυπο στη ζωή και στη σκέψη του ανθρώπου, ο οποίος μαθαίνει να συλλογάται και να πράττει ελεύθερα.
Γιώργης-Βύρων Δάβος
Δρ Αισθητικής και Φιλοσοφίας της Γλώσσας