2/3/2005 – 2/4/2005
Η έκθεση περιλαμβάνει εννέα ζωγραφικούς πίνακες μεγάλων διαστάσεων με ακρυλικά σε λινό ή μόνο με μολύβι σε χαρτί πάνω σε λινό, καθώς και ένα βίντεο. Πρόκειται για έργα που διατηρούν την αυτονομία τους συγκροτώντας συγχρόνως μια «ιστορία χωρίς αρχή, μέση και τέλος». Αναγνωρίζει κανείς τα χαρακτηριστικά της δουλειάς του ζωγράφου τα τελευταία χρόνια, αλλά αυτή είναι πλέον λιγότερο «ταξινομήσιμη», στο πλαίσιο των σύγχρονων ρευμάτων, διότι ο Βασίλης Σαλπιστής φαίνεται αποφασισμένος να δοκιμάσει τα όρια αντοχής της λογικής του «παιγνιδιού χωρίς κανόνες». Στην πραγματικότητα πρόκειται για ένα παιγνίδι με εξαιρετικά αυστηρούς κανόνες, οι οποίοι όμως είναι τόσο περίπλοκοι και αντιφατικοί όσο είναι και η σχέση του σύγχρονου ζωγράφου με την περιπέτεια της σύγχρονης τέχνης.
Ο θεατής βρίσκεται αντιμέτωπος με υπερφυσικά πορτρέτα σκύλων, με μια καρέκλα του ανώνυμου μοντερνιστικού design και με ανθρώπινες φιγούρες σε φυσική κλίμακα. Οι τελευταίες, άνδρες ή γυναίκες, άλλοτε με απογευματινό και άλλοτε με βραδινό ανδρικό ένδυμα, ποζάρουν με τρόπο που παραπέμπει σε μια ιστορική αντίληψη του μνημειακού. Μια αίσθηση του μνημειακού –μαζί με αυτή του μαύρου χιούμορ- λειτουργεί ως αντίδοτο στο ανθρώπινο και διατρέχει ακόμη και έργα όπως αυτό, όπου ένας άνδρας και μία γυναίκα, ντυμένοι με μαύρο κοστούμι, κινούνται «με τα τέσσερα» στο έδαφος. Δεν πρόκειται τόσο για μια ζωγραφική του «σχεδόν τίποτα» και του απείρως μικρού, εφόσον ο σκοπός δεν είναι τα μέσα (η ζωγραφική για την ζωγραφική), όσο για μια προσπάθεια προσέγγισης του μνημειακού σε μια περίοδο που αυτό συχνά συγχέεται με το θεαματικό. Το ερώτημα που τίθεται είναι τα κίνητρα, δηλαδή μνημείο μεν αλλά φτιαγμένο από ποιόν (ή ποιους) και προς τιμήν ή μνήμη τίνος πράγματος. Ούτως ή άλλως οι ζωγράφοι αισθάνονται άνετα με το απροσδιόριστο (αυτό που μπορεί να εμπεριέχει ακόμη και «ψέματα» ή έστω «μισές αλήθειες») και αυτό όχι μόνο λόγω του παρελθόντος τους ως δημιουργών ψευδαισθητικών εικόνων.
Ο Βασίλης Σαλπιστής κατασκευάζει εικόνες ανθρώπων ζώων και πραγμάτων, ενδεχομένως σκεπτόμενος αρχιτεκτονικές μελέτες. Από άποψης χειρισμών επιχειρεί μία διαδικασία «εξάντλησης των αποθεμάτων» των υλικών, μιας «σύνθλιψης» των μέσων όπου το μολύβι διαπραγματεύεται τη μετατροπή του σε κηλίδα και το ακρυλικό αφυδατώνεται. Δεν πρόκειται περί παραστατικής νεομινιμαλιστικής προσέγγισης· αυτές οι εικόνες δεν παραπέμπουν σε μια «καλαίσθητη» αισθητική της σύγχρονης τέχνης.
Αν ο συγγραφέας μπορεί να παίζει με τις λέξεις όπως τα μικρά παιδιά παίζουν βάναυσα με έντομα ή μικρά ζώα, φθάνοντας στο σημείο να τραβά τα πόδια ή την ουρά τους και να τις κυνηγά ανελέητα μέχρις ότου να γίνουν κάτι άλλο, ο ζωγράφος μπορεί να δρα αντίστοιχα, χρησιμοποιώντας την επιφάνεια και τον χρόνο. Σ’ αυτή την επιχείρηση υπονόμευσης της κυριολεξίας, η ζωγραφική πράξη παρεμβαίνει ως μηχανή (όχι μηχανική), και μάλιστα machine celibataire, σχεδόν ύπουλη στον βαθμό που είναι αργή πριν ολοκληρωθεί και βραδυφλεγής έπειτα.
Η διαδικασία κατασκευής παίζει δεσπόζοντα ρυθμιστικό ρόλο αλλά όχι τον μοναδικό. Η «δουλειά του φυλακισμένου» με το μετατρεπόμενο σε κηλίδα δύο τετραγωνικών μέτρων μολύβι, εικονογραφεί τον μύθο του Σίσυφου, αλλά συγχρόνως παράγει και εικόνες που μετατρέπουν το κανονικό σε εκπληκτικό – και αυτό φαίνεται να υπαινίσσεται και το βίντεο της έκθεσης.