12/11/2003 – 31/1/2004
Ένας σπουδαίος καλλιτέχνης από την Νότια Αφρική, πολέμιος των προκαταλήψεων και του Απαρτχάιντ, που μόλις πρίν λίγα χρόνια παρουσιάστηκε στο διεθνές κοινό εξ αιτίας του Μποϋκοτάζ που είχε επιβληθεί στην Νότια Αφρική από τις περισσότερες χώρες του κόσμου για τις ρατσιστικές και φυλετικές διακρίσεις εις βάρος των κατοίκων αυτής της χώρας από το καθεστώς των λευκών αποίκων.
O William Kentridge είναι ένας πολύ σημαντικός καλλιτέχνης της εποχής μας. Τα έργα του έχουν παρουσιασθεί σε μεγάλες εκθέσες και Μουσεία και έχει αποκτήσει διεθνή αναγνώριση. Τα χαρακτηριστικά του έργα είναι ταινίες μικρής διάρκειας που δημιουργεί από σχέδια με κάρβουνο, μολύβι και κιμωλία όπως επίσης μεγάλα σχέδια και μεγάλα τυπώματα σε χαρτί.
Ο Kentridge έχει δουλέψει για αρκετά χρόνια στο θέατρο και στην όπερα, στην αρχή σαν συγγραφέας, σκηνογράφος και ηθοποιός και στη συνέχεια σαν σκηνοθέτης. Στις παραστάσεις του δημιουργεί έργα με πολυμέσα χρησιμοποιώντας ηθοποιούς, κατασκευές και κινούμενα σχέδια. Στην διάρκεια της καριέρας του έχει ασχοληθεί διαδοχικά με τα φιλμ, τα σχέδια και τη σκηνογραφία όμως το επίκεντρο της δημιουργίας του παραμένει το σχέδιο, θεωρώντας τα θεατρικά του έργα και τα φιλμ σαν μια προέκταση των σχεδίων του.
Από την πρώτη του συμμετοχή στην Dokumenta X του Kassel (1997), την σημαντικότερη διεθνή έκθεση σύγχρονης Τέχνης που γίνεται κάθε πέντε χρόνια, ατομικές εκθέσεις του έχουν παρουσιασθεί στο Museum of Modern Art (New York), στο Museum of Contemporary Art (San Diego), στο Hirshhorn Museum της Washington. Μια μεγάλη αναδρομική έκθεσή του το 1998-1999 ταξίδεψε στην Βαρκελώνη, Βρυξέλλες, Γκρας, Λονδίνο, Μόναχο Μασσαλία. Για την Documenta XI του Kassel (2002), ο Kentridge συνέθεσε και διηύθυνε ένα ορατόριο σκιών με πολυμέσα μαζί με μια φιλμική εγκατάσταση.
Το 1999 του απενεμήθη το βραβείο Carnegie Prize. Το 2002 του δόθηκε Honorary Doctorate in Fine Art από το Maryland Institute of Contemporary Art στην Baltimore.
Ο William Kentridge γεννήθηκε στο Γιοχάνεσμπουργκ το 1955. Κατάγεται από γνωστή οικογένεια δικηγόρων της Ν.Αφρικής που είχε ταχθεί και εργασθεί από το 19ο αιώνα εναντίον των φυλετικών διακρίσεων και υπέρ των δικαιωμάτων του μαύρου πληθυσμού της χώρας. Αποφοίτησε με B.A. στις Πολιτικές και Αφρικανικές επιστήμες το 1976 από το Πανεπιστήμιο του Witwatersrand στο Γιοχάνεσμπουργκ. Από το 1976 έως το 1978 ο Kentridge σπούδασε Καλές Τέχνες στο Johannesburg Art Foundation, όπου αργότερα δίδαξε και το 1981-82 σπούδασε μιμική και θέατρο στην Ecole Jacques LeCoq στο Παρίσι.
Σε αυτή την έκθεση ο William Kentridge θα παρουσιάσει για πρώτη φορά δύο νέα έργα του, την νέα του ταινία, προβολή σε πίνακα, με τίτλο «Learning the flute» (Μαθαίνοντας το φλάουτο) και ένα μεγάλο σχέδιο, τύπωμα σε χαρτί, διαστάσεων 2 x 4 μέτρα, που συνοδεύει αυτή την ταινία.
Μαθαίνοντας το Φλάουτο
“Μαθαίνοντας το Φλάουτο”, είναι μια άσκηση προετοιμασίας για την παραγωγή του Zauberflote του Mozart, το οποίο θα σκηνοθετήσω το 2005. Χρειαζόμουν να βρω μία γλώσσα για την παραγωγή, σαν ένα τρόπο για να κατανοήσω την όπερα στο σύνολο της. Είχα την ιδέα του μαύρου πίνακα σαν τετράδιο ζωγραφικής, πάνω στον οποίο θα μπορούσα να δοκίμαζα ιδέες. Ο μαύρος πίνακας ως αντικείμενο παραμένει. Η ταινία προβάλλεται πάνω στον πίνακα· γίνεται η οθόνη, όμως τελικά δεν τον χρησιμοποίησα για τα σχέδια.
Υπάρχουν δύο τρόποι εκτέλεσης της προβολής σχεδίων με κιμωλία:
Ο ένας είναι με κιμωλία ή pastel πάνω σε μαύρο χαρτί. Ο τρόπος αυτός έχει σοβαρά μειονεκτήματα που σχετίζονται με την τραχύτητα της γραμμής της κιμωλίας, και την δυσκολία να σβήνεις το άσπρο pastel.
Ο άλλος τρόπος είναι να ζωγραφίζεις με κάρβουνο πάνω σε άσπρο χαρτί, και μετά να αναστρέφεις τους τόνους της εικόνας. (Μέρος της διαδικασίας που απαιτείται για να γίνει το αρνητικό, video.)
Όμως, η δεύτερη αυτή τεχνική, μια καθαρά πρακτική μέθοδος για ζωγραφική σε πίνακα, ανέδειξε άλλους συσχετισμούς. Η αναστροφή του μαύρου και άσπρου –το άσπρο που γίνεται μαύρο σαν το μαύρο του πίνακα, και το κάρβουνο που παίρνει τη θέση της άσπρης κιμωλίας- έφερε στο νου την ιδέα του αρνητικού, ιδιαίτερα του φωτογραφικού αρνητικού. Τα σχέδια και τα γλυπτά των Αιγυπτιακών ναών όταν αναστρέφονται εμφανίζονται σαν μεγάλα γυάλινα αρνητικά, υποδηλώνοντας την τέχνη της φωτογραφίας του 19ου αιώνα. Επίσης υποδηλώνουν τους δύο φανταστικούς κόσμους του Μαγικού Φλάουτου: αυτόν της Βασίλισσας της Νύχτας συσχετισμένο με το σκοτάδι και το φεγγάρι· και εκείνον του Zarastro, συσχετισμένο με το φως και τον ήλιο. ( Και φυσικά την ανδρική σοφία, επιστήμη, γνώση, και όλες τις υπόλοιπες ασάφειες και αντιφάσεις από τις οποίες οι όπερα βρίθει.)
Η μεταβολή από αρνητικό σε θετικό, από φωτογραφικό αρνητικό σε θετική εκτύπωση, η χημική και μεταφορική διαδικασία στην οποία το φως χρησιμοποιείται για να γίνει το αρνητικό κατανοητό, γίνεται το μέσο με το οποίο σκέπτομαι για την όπερα.
Φαίνεται ότι υποχρεωτικά υπάρχουν τρεις, ίσως και τέσσερις χρόνοι παρόντες σε μια όπερα. Ο χρόνος που γράφτηκε η όπερα (στη περίπτωση αυτή, το 1791 – η
Γαλλική Επανάσταση είχε ξεκινήσει, όμως ακόμα μεγάλες απώλειες δεν είχαν γίνει αισθητές)· o χρόνος στον οποίο διαδραματίζεται η όπερα (σε μυθική, απροσδιόριστη χρονική περίοδο όταν οι Αιγύπτιοι λάτρευαν την Ίσιδα (Isis) και τον Όσιρη (Osiris)· ο χρόνος που βλέπει κανείς την όπερα (στη περίπτωση αυτή το 2005)· και ίσως ο χρόνος στον οποίο μια παραγωγή στήνεται ( που διαφέρει ή συνδυάζεται με τους χρόνους ένα, δύο και τρία). Το στοιχείο της φωτογραφίας στην παραγωγή αυτή, την εκτινάσσει από το 18ον αιώνα στα τέλη του 19 αιώνα – το οποίο με τη σειρά του υποδηλώνει ιδιαίτερες κοινωνίες, λέσχες ή επιστημονικές επιτροπές όπου τοποθετούνται οι κληρικοί του Ζarastro, και από όπου εξαιρούνται η Βασίλισσα της Νύχτας και οι τρεις της ακόλουθες ( αυτά βέβαια δεν είναι παρόντα στο Μαθαίνοντας το Φλάουτο, είναι όμως υλικό το οποίο μαθαίνεται από αυτήν την άσκηση και χρησιμοποιείται στην τελική παραγωγή). Βεβαίως, προκύπτει το ερώτημα: αν όλα τα στοιχεία της ταινίας και της παραγωγής, ξεπηδούν από την επιθυμία να χρησιμοποιηθεί ο μαύρος πίνακας σαν τετράδιο ζωγραφικής, τι κρυβόταν πίσω από αυτήν την απόφαση; Ποια ήταν η ασυνείδητη σκέψη που προκάλεσε αυτήν την επιλογή;
Οι εικόνες που εξετάζονται στο μαύρο πίνακα απλώνονται σε μεγάλη γκάμα περιόδων από την Αιγυπτιακή (κυρίως το γεράκι αλλά επίσης και η σφίγγα στο κλουβί) έως την περίοδο του Ναπολέοντα- λίγο μετά την εποχή του Mozart, αλλά αναφερόμενη στα μεγάλα σχέδια του Schinkel για την όπερα. Υπάρχουν διαγραμματικά, σχέδια μηχανημάτων Baroque.
———————————————-
William Kentridge has gained international recognition for his distinctive animated short films and for the charcoal drawings he makes in producing them. Kentridge works in theater and has so for many years, initially as set designer and actor, and more recently, director. Since 1992 he has collaborated with Handspring Puppet Company creating multi-media pieces using puppets, live actors and animation. Throughout his career he has moved between film, drawing and stage yet his primary focus remains drawing, seeing his theatre and film work as an expanded form of his drawing.
Since Kentridge participated in Dokumenta X in Kassel (1997), solo shows of his work have been exhibited at the Museum of Modern Art (New York) and Museum of Contemporary Art (San Diego). A large survey exhibition in 1998-1999 toured Barcelona, Brussels, Graz, London, Munich and Marseille.
In 1999 he was awarded the Carnegie Medal. In 2001 and 2002, a survey of Kentridge’s work traveled to museums in the United States and was seen in Chicago, Houston, Los Angeles, New York and Washington DC. In May 2002 Kentridge was awarded an Honorary Doctorate in Fine Art from the Maryland Institute of Contemporary Art in Baltimore.
Kentridge sees his work as rooted in Johannesburg, South Africa, where he continues to live today with his wife and three children.
William Kentridge earned a B.A. in politics and African studies in 1976 from the University of the Witwatersrand in Johannesburg. From 1976 to 1978 Kentridge studied fine art at the Johannesburg Art Foundation, where he later taught printmaking, and during1981-82 he completed a course in mime and theatre at L’Ecole Jacques LeCoq in Paris.
Beginning in the mid 1970’s, Kentridge became active in film and theatre, working as a writer, director, actor and set designer for numerous productions. He was a founding member of the Junction Avenue Theatre Company, based in Johannesburg and Soweto from 1975 to 1991, and of the Free Filmmakers Cooperative, established in Johannesburg in 1988.
In 1979, Kentridge had his first one-person exhibition at the Market Gallery in Johannesburg. He would continue to exhibit his drawings and prints throughout the 1980’s.
In 1989 Kentridge made Johannesburg, 2nd Greatest City After Paris, the first in a series of short animated films featuring Soho Eckstein – Johannesburg ‘property developer extraordinaire’ – and Felix Teitlebaum, his alter ego – ‘whose anxiety flooded half the house’. Created from the artist’s successively reworked drawings, the film premiered at the Weekly Mail Film Festival in Johannesburg and was later screened at the Institute of Contemporary Art, London. Subsequent films in the series include Monument (1990); Mine (1991); Sobriety, Obesity and Growing Old (1991); Felix in Exile (1994); History of the Main Complaint (1996); WEIGHING… and WANTING (1998) and Stereoscope (1999).
Kentridge collaborated in 1992 with Handspring Puppet Company to stage Woyzeck on the Highveld, based on an unfinished work by German playwright Georg Bόchner, and combining puppets, animation, and live performance. The production won numerous theatre awards and later toured Europe. The artist and Handspring Puppet Company subsequently created the multimedia theatre productions Faustus in Africa! (1995), Ubu and the Truth Commission (1997) and the multimedia opera Il Ritorno d’Ulisse (1998), based on the opera Il Ritorno d’Ulisse in Patria by Claudio Monteverdi.
Kentridge has been featured in numerous one-person and group exhibitions. In 1990, his work was featured in Art from South Africa at the Museum of Modern Art, Oxford, England. In 1993, the Edinburgh International Film Festival presented a retrospective of Kentridge’s films, and The Museum of Modern Art in New York, and the Centre Georges Pompidou in Paris both screened Sobriety, Obesity and Growing Old. Retrospectives of the artist’s films have subsequently been screened at the Festival International du Film d’Animation, Annecy (1995); Festival du Dessin Animι et du Film d’Animation, Brussels (1996); Culturgest, Lisbon (1996); and Internales Trickfilm-Festival, Stuttgart (2000); and the New Zealand Film Festival (2000). In 2000, Sobriety, Obesity and Growing Old was selected as one of 84 animated films in the programme Jewels of a Century.
Also in 1993, Kentridge participated in In Croc del Sud at the 45th Venice Biennale. In 1995, he exhibited multimedia collaborative work in Africus, the first Johannesburg Biennale. He was featured in Jurassic Technologies Revenant (1996), the 10th Sydney Biennale; Documenta X (1997) in Kassel, Germany; and Truce: Echoes of Art in an Age of Endless Conclusions (1997) at SITE Santa Fe in New Mexico. In 1998, the Museum of Contemporary Art, San Diego, and Palais des Beaux-Arts in Brussels both presented one-person shows of Kentridge’s work; one-person shows have since been seen also at Kunstverein Mόnchen in Munich (1998), Museu d’Arte Contemporani in Barcelona (1999), and the Serpentine Gallery in London (1999).
1998 also saw the artist selected as a finalist for the Solomon R. Guggenheim Museum’s second Hugo Boss prize. In 1999, Kentridge presented Stereoscope, eighth in the Soho Eckstein film series, at the Museum of Modern Art in New York; and was included in dAPERTutto at the 48th Venice Biennale. He was awarded the Carnegie Prize at the Carnegie International 1999/2000 in Pittsburgh. 2001 saw the launch of a substantial survey show of Kentridge’s work at the Hirshhorn Museum in Washington, travelling thereafter to New York, Chicago, Houston and Los Angeles during 2001/2002.
William Kentridge was born in Johannesburg, where he continues to live and work today.
In this show, William Kentridge will present for the first time, two new works, his latest film, a projection in a blackboard titled «Learning the flute» ands a large print, 2.8 x 3.5 meters associated with this film.
Learning the Flute
Learning the Flute is an exercise in preparation for a production of Mozart’s Zauberflote, which I will direct in 2005. I needed to try to find a language for the production, as a way of making sense of the opera as a whole. I had the idea of a blackboard as sketchpad, on which ideas could be tested. The blackboard as object remains. The film is projected onto a blackboard; it becomes the screen, but in the end I did not use it for the drawings themselves.
There are two ways of doing the projection of chalk drawings:
- One is with chalk or pastel on black paper. This has serious disadvantages relating to the crudeness of the chalk line, and the difficulty of erasing white pastel.
- The other system is to draw with charcoal on white paper, and then invert tonally the drawing. (Part of the process going from film to video.)
But this second technique, a purely practical way of doing blackboard drawings, threw up other associations. The inversion of black and white – the white becoming the black of the blackboard, the charcoal becoming the white chalk – suggested the idea of the negative, particularly the photographic negative. Drawings of Egyptian temples and sculptures when inverted appear as large glass negatives, suggesting the world of 19th century photography. It also suggested the two realms of The Magic Flute: the Queen of the Night associated with darkness and the moon; and that of Zarastro, associated with light and the sun. (And of course male wisdom, science, knowledge, and all the other ambiguities and contradictions with which the opera abounds.)
The shift from negative to positive, from photographic negative to positive print, the chemical and metaphoric process through which light is used to make comprehensible the negative, becomes a key to thinking about the opera.
It seems there are necessarily three times, and perhaps four times present in an opera. The time when the opera was written (in this case, 1791 – the French Revolution had begun, but heads were not yet rolling); the time when the opera is set (in mythical non-specific era of Egyptian worship of Isis and Osiris); the era when the opera is seen (in this case 2005); and perhaps an era in which the production is set (which is different from, or a combination of times one, two and three). The photographic element of the production propels it out of the 18th century towards I think the end of the 19th century – which in turn suggests particular societies, clubs or scientific bodies in which to situate Zarastro’s priests, and from which to exclude the Queen of the Night and her three acolytes (this of course is not present in Learning the Flute, but is material learnt from this exercise to use in the full-scale production). The question of course arises: if all elements for the film and the production spring from the desire to use a blackboard as sketchbook, what was behind that decision? What is the unconscious thought that prompted it?
The images tested out on the blackboard range from the Egyptian (particularly the falcon but also the sphinx in the cage); to the Napoleonic – slightly after Mozart’s time but referring to Schinkel’s great designs for the opera. There is diagrammatic Baroque stage machinery. The 20th century has a look-in through Man Ray’s perfect Masonic objects (the eye on the arm of a metronome).
The recording used is that of Thomas Beecham performing in Berlin in 1937. The questions of this opera being produced in that place at that time are hereby noted – but left as a question for