“Dwellings of a suspended Empire”
“Κατοικίες μιας ανασταλμένης Αυτοκρατορίας”
16/1/2008 – 23/2/2008
Ο καλλιτέχνης παρουσιάζει μια Γλυπτική Εγκατάσταση Βιντεοπροβολών (φωτό), Γλυπτά, Ζωγραφικά έργα και Σχέδια. Αυτή η Εγκατάσταση έλκει την καταγωγή της από την περίοδο του Ψυχρού Πολέμου, όταν μια σειρά από κατοικίες στο Ανατολικό Βερολίνο κατεδαφίστηκαν για να κατασκευασθεί το Τείχος του Βερολίνου. Το περίγραμμα αυτών των κατοικιών αποτέλεσε το σχέδιο για την κατασκευή αυτού του γλυπτικού χώρου που χρησιμοποιεί ο καλλιτέχνης για να προσκαλέσει το κοινό και για να πραγματοποιήσει προβολές ταινιών.
Ο Kai Schiemenz σπούδασε στο Universität der Künste του Βερολίνου. Έχει παρουσιάσει έργα του σε πολλές Εκθέσεις διεθνώς. Η καλλιτεχνική παραγωγή του κυμαίνεται από τα σχέδια και την ηλεκτρονική ζωγραφική ως τη διαμόρφωση χώρων, την αρχιτεκτονική και τις εγκαταστάσεις. Τα γλυπτά του μπορούν να ιδωθούν είτε ως μεγάλης κλίμακας εσωτερικές εγκαταστάσεις, είτε ως αρχιτεκτονικές μικρογραφίες. Παίρνουν τη μορφή των σταδίων, θεάτρων, πλανηταρίων, έλκοντας αναφορές από το ρωσικό κονστρουκτιβισμό και την ουτοπιστική αρχιτεκτονική. Τα έργα του προσκαλούν το κοινό να εισχωρήσει σε αυτά, να περπατήσει και να μείνει μέσα σε αυτά, αλλά και χρησιμεύουν ως κινηματογράφοι και ως χώροι για παρουσιάσεις, συζητήσεις και αλληλεπιδράσεις.
Ο καλλιτέχνης χρησιμοποιεί την δομή και τον χώρο των Μουσείων Τέχνης για να επιδείξει τις γλυπτικές ιδιότητες των εσωτερικών περίπτερων που κατασκευάζει. Προσκαλεί το κοινό να έλθει στις διαλέξεις που δίνονται μέσα σε αυτά, έτσι ώστε τα γλυπτά του να βλέπονται και ως έργα αλλά και να χρησιμοποιούνται και ως αρχιτεκτονικοί χώροι. Υπό αυτήν τη μορφή, μπορούν να περιγραφούν ως ”πρωτόγλυπτα” που υπογραμμίζουν την ιδιαιτερότητά τους ως μορφές για την ιδέα και τη για δράση, που συνδυάζουν την τέχνη (γλυπτό – έννοια), την αρχιτεκτονική (περίπτερο), και την εκδήλωση (εργαστήρια, συνέδρια). Οι διαφοροποιημένες μορφές παρουσίασής τους συνθέτουν και παίρνουν έναν διαδικαστικό χαρακτήρα, ο οποίος επαυξάνει την καλλιτεχνική πράξη επάνω στις έννοιες που εμπλέκονται. Κατασκευάζει χώρους – παραφράσεις της σφαιρικής αρχιτεκτονικής και κατευθύνει τις προθέσεις του στην επικοινωνία του κοινού πρόσωπο με πρόσωπο σαν σε μια ενεργή και ιδανικά δημοκρατική κοινότητα. Ένα περίπτερο θεωρείται συνήθως ως μικροσκοπική αρχιτεκτονική που δανείζεται από τις μεγάλες μορφές. Οι ιεραρχικές, μνημειακές, και αντιπροσωπευτικές πτυχές αυτών των μεγάλων μορφών, εντούτοις, χάνουν τη διαμορφωτική τους δύναμη και το πλαίσιο τους όταν μειώνεται το μέγεθός τους. Ένα στάδιο στη μικρογραφία δεν έχει πλέον την επίδραση ενός σταδίου. Ο Schiemenz αντιστρέφει το βλέμμα, μετατρέπει το εσωτερικό σε στάδιο, και επιτρέπει στον καθένα την πρόσβαση σε αυτό μέσω μιας συγκεκριμένης στενής εισόδου. Οι επισκέπτες μπορούν μόνο να εισέλθουν με μια δραματουργική ακολουθία κινήσεων που ορίζονται από την αρχιτεκτονική. Για μερικούς η εμπειρία είναι ενοχλητική, για άλλους ευπρόσδεκτη. Κάθε επισκέπτης εκτίθεται σε μια πλατφόρμα και αναγκάζεται να παρουσιαστεί επάνω σε αυτή. Κατά συνέπεια το « αρχιτεκτονικό μέτρο» του Schiemenz προκαλεί την αντίληψη του καθενός για την φυσική του παρουσία και συγχρόνως την ενδυνάμωση της συνειδητοποίησης των ορίων του.
Ο Schiemenz αναφέρεται στην ιστορία της πολιτιστικής σύγκρουσης. Σαν τιμή προς το έργο «Πρόταση για ένα Μνημείο στην Τρίτη Διεθνή» του Vladimir Tatlin (1919-20), σαν δομή χρησιμοποιείται μια στριφτή, γερμένη κατασκευή σκαλοπατιών. Η προφανής αναφορά στο ρωσικό κονστρουκτιβισμό φέρνει στην σκέψη τον αποτυχημένο ιδεαλισμό, και εκθέτει μια χαμένη στιγμή της ιστορίας όταν ενσωματώθηκαν η τέχνη και η τεχνολογία με τον κοινωνικό σκοπό. Ίσως η σύγκρουση των συστημάτων και των απόψεων και η ιδεολογική κατάρρευση έγιναν σημαντικές στον Schiemenz όταν ήταν σπουδαστής στο Ανατολικό Βερολίνο κατά τη διάρκεια της πτώσης του τοίχου και της επόμενης απότομης μετάβασης σε άλλο πολιτικό καθεστώς. Η εργασία του προκύπτει από μια ιδιαίτερη καλλιτεχνική σκηνή του Βερολίνου, που ήταν προεξέχουσα στην πρόσφατη δεκαετία του ‘90, και η οποία εστιάζει συγκεκριμένα στη πολιτική του χώρου και της Αρχιτεκτονικής. Αυτή η σκηνή έχει παραγάγει πολλές περίπλοκες δημοσιεύσεις, σειρές διαλέξεων, κύκλους ταινιών, ακόμη και επιδείξεις μόδας και συναυλίες, καθώς επίσης και εγκαταστάσεις και εκθέσεις. Με κάποιο τρόπο η εργασία του Schiemenz είναι μια κριτική και μια αντίδραση στο πλήθος των φόρουμ για τη «δημοκρατική συζήτηση» που αποτυγχάνουν να αποκαλύψουν τις δομικές ιεραρχίες. Αυτό εντοπίζεται ως μια συνέχεια της τέχνης που εξετάζει τις κοινωνικές δομές, και που περιλαμβάνουν, ειδικά στο γερμανικό πλαίσιο, τα κοινωνικά γλυπτά του Joseph Beuys, ο οποίος θεώρησε την τέχνη ένα επαναστατικό εργαλείο για να μετασχηματίσει την καθημερινή ζωή. Οι Εγκαταστάσεις του Schiemenz συνδυάζουν τη γλυπτική απόλαυση με μια ρεαλιστική άποψη της συλλογικής κατάστασης και υπογραμμίζουν τη προσωπική ευθύνη και την ποικιλομορφία και όχι μια εξιδανικευμένη και απάνθρωπη πλαστή εξομάλυνση των ιεραρχιών.
Κυρίως στα Ζωγραφικά έργα και τα τυπώματα του, ο Kai Schiemenz δημιουργεί ένα είδος αρχαιολογίας της σύγχρονης εικόνας έτσι όπως αυτή διαφαίνεται στα σύμβολα της pop κουλτούρας και του technoboom και ισχυροποιείται ως σημείο ταύτισης όλων εμάς με (φαντασιακές επί το πλείστον) ικανότητες, ιδιότητες και ρόλους. Ο κόσμος των logo και labels, η γλώσσα των comics και η εμπειρία του σύγχρονου post urban lifestyle σμίγει στο έργο του με οπτικά παραθέματα και αναφορές στην ιστορία της τέχνης. Η οπτική γλώσσα του καλλιτέχνη ως junkie οπτικών αναφορών (ο χώρος εργασίας του είναι γεμάτος από αποκόμματα, σχέδια, και αντίγραφα) κυμαίνεται μέσα από αυτές τις υβριδικές συναρμολογήσεις μεταξύ κριτικής των ήδη γνωστών σε μας εικόνων (κυρίως διαδομένες μέσα από τα media) και μιας αντίληψης επέκεινα των δυνατοτήτων «πραγματικότητα» και «μυθοπλασία». Οι κόσμοι του Schiemenz είναι τόσο πραγματικοί όσο και αλλόκοτοι, ανοίκειοι. Και γι’ αυτό τον λόγο προκαλούν ένα είδος συγκρατημένης σύγχυσης, εκπνέοντας μια μειλίχια και άγνωστη απειλή. Ταυτόχρονα το έργο του αποτελεί και ένα είδος ανθρωπολογικής έρευνας για το πως διαμορφώνονται μοντέλα της πραγματικότητας. «Τεχνητοί» άνθρωποι παρουσιάζονται σε τεχνητούς τόπους. Τα τελευταία έργα του Schiemenz χαρακτηρίζονται από ένα είδος μετά-τοπιογραφίας, χώροι οι οποίοι προέρχονται από οπτικές ιζηματογενέσεις και όπου η διαφοροποίηση μεταξύ αισθητού και νοητού κόσμου δεν αποτελεί πλέον όριο.
———————————————–
Kai Schiemenz studied at Berlin’s Universität der Künste. He has shown his works in many exhibitions internationally. His oeuvre ranges from drawings and digital designs, to remodeling spaces, architecture, and installations. His sculptures can be seen as large scale indoor installations or as architectural miniatures. They take the shape of stadiums, theaters, planetariums, drawing references to Russian constructivism and utopian architecture. His work invites the viewer to enter, to walk around, to spend some time in them, but they are also used as cinemas, they host presentations, discussions, and interactions.
The artist uses the spaces of the Art Museum to show the sculptural properties of the indoor structures he creates. He invites the audience to come to the talks that are given there, he wants his sculptures to be seen as works of art and be used as architectural functional spaces. When seen in this light the works can be described as ‘protosculptures’ that underline their special nature as structures for ideas and actions, that combine art (sculpture – concept), with architecture (the structure), and events (workshops, conferences). The different ways the work can be viewed in produces a procedural style that increases the artist’s influence on the concepts being raised. By constructing miniatures of spaces he paraphrases architecture, he focuses on one on one communication with the audience, as if it were an active, utopian democratic community. A stand is usually considered to be microscopic architecture, that borrows characteristics from bigger structures. The hierarchical, monumental, and representative aspects of these big structures lose their formative power and their context when they are shrunk down. A miniature stadium loses the energy of an actual stadium. Schiemenz reverses the perspective, he transforms the interior of the stadium, and allows everyone to enter through a specific narrow entrance. The audience can only enter by following a dramatic series of movements that are predetermined by the architecture. For some this is an uncomfortable experience, others welcome it. Every visitor is exposed on a platform and is forced to present himself on this stage. As a consequence, Schiemez’s architectural rules challenge people’s beliefs of physical presence and at the same time, strengthens their awareness of their limits.
Kai Schiemenz refers to the history of political conflict. In honor of Vladimir Tatlin’s piece titled ‘Proposal for a Monument in the 3rd International’ (1919-20), he has used the structure of a twisted, leaning staircase. The obvious reference to German constructivism brings failed idealism to mind, and shows us the moment, now passed in history, when art and technology converged for a common social goal. It may be that the conflict between systems, opinions, and the collapse of ideologies that were a big part of Schiemenz’s life when he was a student in East Berlin during the fall of the wall and the sudden change of government. His work is a result of a very specific Berlin art scene, that was prominent in the ‘90s, and focuses on the politics of space and architecture. This art scene has lead to conception of many complicated publications, lecture series, movie cycles, fashion shows, concerts, even installations and exhibitions. In a way Schiemenz’s work is a criticism and a reaction to the many forum’s facilitating ‘democratic discussion’ that fail to reveal the structural hierarchies. This is explained as a continuation of art that examines social structures, and include, in the context of Germany, Joseph Beuys’ social sculptures. Joseph Beuys is considered art to be a revolutionary tool used to transform every day life. Schiemenz’s installations combine sculptural satisfaction with a realistic opinion on the collective situation that underline personal responsibility and variety of form and not an idealized, inhumane, fake flattening if hieratchies.
Through his paintings and prints, Kai Schiemenz, creates a kind of archeology of modern image, as it appears to be through pop symbols and technoboom, and reinforces all our (mostly imaginary) abilities, qualities, roles to the point of identification. The world of logos and labels, comic book language, experience of contemporary post urban lifestyle come together in his work in the form of visual quotes and references to art history. These hybrid contraptions lead us to think that the artist’s visual language, him being a junkie of visual references (his workspace is full of cut outs, drawings, and replicas), could be something between criticism of the easily recognizable images (which we know through the media) and a point of view that goes beyond abilities, reality, and crating a mythology. Schiemenz’s worlds are very real, bizarre, and unfamiliar. This is the reason they create a kind of controlled confusion, exuding a bland and unknown threat. At the same time his work becomes a kind of anthropological study on how reality models are formed. Schiemenz’s latest work are characterized by a kind of meta-topography, spaces that derive from visual over-stimulation, where there is no boundary between aesthetic and imaginary worlds.