K.L.P. George Kavounis, Yannis Limneos, Hara Piperidou

 

Γεώργιος-Παναγιώτης Καβούνης, Γιάννης Λημναίος, Χαρά Πιπερίδου

George-Panayiotis Kavounis, Yannis Limneos, Hara Piperidou

12/3/2009 – 30/4/2009

Οι τρεις νέοι καλλιτέχνες που συμμετέχουν, παρουσιάζουν Ζωγραφικά Έργα μιας ιδιαίτερου τύπου αναπαράστασης η οποία παραλλάσσεται σε μια αυτό-αναφορική αφηγηματικότητα.  Με  αναλυτική, ανατρεπτική ματιά και αλλόκοτη ειρωνεία, μεταβάλλοντας τους όρους του εικαστικού λεξιλογίου, οι καλλιτέχνες κατορθώνουν να δημιουργούν ένα ανησυχητικά οικείο περιβάλλον, όπου η εικόνα, είτε έχει μεταβληθεί, είτε έχει διαστραφεί οικιοθελώς η αληθοτιμή της, είναι ταυτόχρονα προσιτή, αλλά κι αποκρουστική συνάμα. Με γνώμονα την οντογενετική δυνατότητα που τους προσφέρει η τέχνη, διαρκώς αναζητούν την ανα-ποίηση και μετα-ποίηση των δεδομένων της πραγματικότητας.

ΟΙ ΔΥΝΑΤΟΤΗΤΕΣ ΜΙΑΣ ΝΕΑΣ ΟΝΤΟΛΟΓΙΚΗΣ ΑΝΑΠΑΡΑΣΤΑΣΗΣ

Δεν πιστεύω πως είναι πολύ δύσκολο να διαπιστώσουμε τις υφιστάμενες Wahlverwandungschaften, τις «εκλεκτικές συγγένειες», πέρα απ’ όσα αφορούν την τεχνοτροπία, αλλά κυρίως στον τρόπο που αντιμετωπίζουν κι οργανώνουν την εμπειρία τους και το υλικό της, την εικαστική πράξη και τ’ αποτελέσματά της,  οι τρεις καλλιτέχνες που συμμετέχουν στην έκθεση, δημιουργώντας στο συνταίριασμά τους αυτό μίαν χαρακτηριστική ατμόσφαιρα βιτγκεστανιακής «οικογενειακής ομοιότητας». Η ομοιότητα τούτη, που βέβαια δεν αποτελεί σε καμμία περίπτωση ταυτισμό των καλλιτεχνών μεταξύ τους, αλλά αναφέρεται κατά κύριο λόγο στον κοινό χώρο σκέψης και δράσης απ’ όπου αντλούν την έμπνευσή τους, συμπερασματικά εκπηγάζει από τα—συγχωρήστε μου τον χαρακτηρισμό— «εικαστικά παίγνιά τους», που ακροβατούν ακατάπαυστα πότε στα όρια της αναπαράστασης και του κόμικ, ανάμεσα στην πυκνότητα της μιάς και την αποσπασματικότητα του άλλου, και πότε ανάμεσα στην αποδομητική ειρωνεία και την ανάλυση των εκφραστικών δυνατοτήτων της τέχνης, ως ιδιαίτερο λεξιλόγιο εικόνων/συμβόλων κι εννοιών.

Οι τρεις αυτοί καλλιτέχνες, υπηρετούν μία ιδιαίτερου τύπου αναπαράσταση, της οποίας το βασικό χαρακτηριστικό είναι πως δεν υπηρετεί το αντικείμενό της—όπως ορισμένως θα ώφειλε—αλλά διαρκώς αναιρεί τα εγγενή χαρακτηριστικά της αναφοράς και του δειγματισμού, της μορφής και της εντύπωσής της, δημιουργώντας μία παραλλαγή, η οποία διαφοροποιεί το σημειωτικό σύστημα στο οποίο μέσα (υποτίθεται) πως αναπτύσσεται ένα έργο τέχνης, άλλοτε πυκνώνοντας τις συντακτικές του δομές, πότε εισάγοντας στοιχεία που διαφοροποιούν τις ισορροπίες, επιτρέποντας συναρθρώσεις στοιχείων οι οποίες ανήκουν σε άλλους χαρακτήρες, ή αποσπώντας αυτούς τους χαρακτήρες από το αναμενόμενο οικείο περιβάλλον τους. Με αυτόν τον τρόπο γίνεται κατορθωτό οι έννοιες να εξακτινώνονται πέρα από τη συνήθη συμπύκνωσή τους σ’ ένα αναφορικό πλαίσιο, που συνήθως υπαγορεύεται από την  ακρίβεια της εικόνας.

Κι εδώ ακριβώς έγκειται η σημασία της ανατρεπτικής ματιάς, που αποτολμούν να ρίξουν οι τρεις καλλιτέχνες στα πεπραγμένα της σχέσης που καθιστά η αντιμετώπιση του έργου τέχνης στην καθημερινή ζωή. Με βασικό γνώμονα ότι η έντονη σχέση με την εικόνα, και την αναφορική της (referential) ακρίβεια ενδέχεται να συσκοτίσει, παρά να προάγει, την αντιληπτική δεινότητα του θεατή, βραχυκυκλώνοντας μέσου του προφανούς αντικειμένου της την ικανότητα του seeing in, όπως θα έλεγε κι ο R. Wollheim, του εντοπισμού μέσα στο έργο και στα ειδητικά κι ιδιαίτερα δομικά του στοιχεία του αληθούς περιεχομένου του, οι τρεις καλλιτέχνες αφαιρούν από τα έργα τους την ‘ένα προς ένα’, κρατυλικού τύπου, αναπαράσταση, που αφορά τα υπαρκτά αντικείμενα κι αντιμεταθέτοντας τους οντολογικούς όρους, ή δανειζόμενοι στοιχεια απ’ ένα ευρύτερο σημειολογικό συγκείμενο, δημιουργούν Meinongικές οντολογικές εξαντικειμενικεύσεις (Objektive), που επισύρουν νέες σημάνσεις κι ερμηνείες, αποδεκτές σ’ έναν κόσμο πολλαπλό κι, άφοβα, αποσπασματικό, ειρωνικό. Με βασικό όπλο την ειρωνεία, που ανατρέπει τις βασικές σχέσεις της σχέσης ανάμεσα στο σημαίνον και το σημαινόμενο, μεταβάλλοντας τους όρους του εικαστικού λεξιλογίου, οι καλλιτέχνες κατορθώνουν να δημιουργούν ένα ανησυχητικά οικείο (Unheimliche) περιβάλλον, όπου η εικόνα, είτε έχει μεταβληθεί, είτε έχει διαστραφεί οικειοθελώς η  αληθοτιμή της (salva veritate), είναι ταυτόχρονα προσιτή, αλλά κι αποκρουστική συνάμα.

Οι τρεις καλλιτέχνες, με γνώμονα την οντογενετική δυνατότητα που τους προσφέρει η τέχνη, διαρκώς αναζητούν την ανα-ποίηση και μετα-ποίηση των δεδομένων της πραγματικότητας. Το γεγονός ότι η καλλιτεχνική έκφραση επιτρέπει τη δημιουργία σχέσεων που πρακτικά (factual) και φύσει δεν υφίστανται, μπορούν ωστόσο να υπάρξουν σε δυνητικό (virtual) επίπεδο, αναδομούν διαρκώς τα’ οντολογικό λεξιλόγιο των νοητικών πράξεων ώστε αυτό να βρίσκει νέες δομικές εκφράσεις για την έκφραση εικόνων κι εννοιών, που στην «κοινή καθομιλουμένη» των λέξεων και των εικόνων, δεν μπορούνε να ρηθούν, ή εκφράζονται εν μέρει. Η δίοδος της τέχνης επιτρέπει ωστόσο τη συμπλήρωση αυτού του κενού, δημιουργώντας νοητικές αιτιακές σχέσεις ύπαρξης σε όντα που οι παραδεδεγμένες  φυσικές-αιτιακές σχέσεις καθιστούν απαγορευτικές.

Ακόμη κι οι δυνατότητες του σώματος—που πάντοτε σε θεωρητικό επίπεδο από την εποχή του Σπινόζα και του Νίτσε, μετέπειτα, έως σήμερα στη Haraway—του οποίου οι διαρκείς επανεργοποιήσεις γίνονται αντιληπτές ως μόνο μέσο για την επανενεργοποίση του cogito (πάντοτε το μεγάλο υπαρξιακό/λογικό ερώτημα εάν εγώ είμαι το σώμα, ή εγώ είμαι και στο σώμα), προσεγγίζονται υπό το βλέμμα μίας μετατόπισης της οντολογικής σημειολογίας του: όπως κι η περίπτωση της ασθένειας, που θεωρείται ως εισαγωγική κατάσταση για την αναθεώρηση της ζωής, και της εμπειρίας που αυτή εμπεριέχει, το σώμα ως σημείο επαφής με τον κόσμο καθορίζεται από τις «πλαστικές» του δυνατότητες να μετεξελιχθεί σε άλλου είδους μέσο βίωσης κι έκφρασης του περιβάλλοντος, όπως το βιώνει μέσα από διαφορετικούς συσχετισμούς, που αναιρούν την καθιερωμένη εικόνα του στη φυσιολογία και τη λογική. Ακόμη κι η ιδέα του ίδιου του ζώου, ως σώμα κι ως εικόνα σ’ ένα τέτοιο πλαίσιο, που δεν υπακούει στην τακτική της βιολογικής προσήμανσής του, αλλά με τη μετάθεσή του σ’ ένα εννοιολογικό πλαίσιο όπου οι σχέσεις μορφής και λειτουργίας δηλώνονται με όρους διάκρισης και δυνητικής συσχέτισής του με τον κόσμο των αυτόνομων όντων κι όχι των αντικειμένων της ανθρώπινης γνώσης, ή δραστηριότητας (μέσα από ένα σύνολο ανθρωποκεντρικών μεταφορών, που κυμαίνεται από την παρομοίωση στον καθημερινό λόγο, ώσαμε την διαφημιστική λειτουργία της εικόνας με τις λογικές συμπαραδηλώσεις που αυτή εξυπακούει), λειτουργεί διαφορετικά, διακριτά και οδηγεί την αντίληψη του θεατή να αρθεί πέρα από την πρόδηλη εικόνα και τη λειτουργία του εξεικονισμένου αντικειμένου της.

Η οντική πραγματικότητα των έργων είναι προϊόν της μετονομαστικής απόφασης των τριών καλλιτεχνών: το έργο ορίζεται πάντοτε de dictu, ποτέ de rei, πάντοτε εν σχέσει προς την αποβλεπτική πρόθεση του καλλιτέχνη,  ακόμη μάλιστα και στις περιπτώσεις που διατηρείται η μορφική αντιστοιχία τους με υπαρκτά αντικείμενα, η ειρωνική μετάθεση του αντικειμένου αυτού κι η χρήση του ως υπαινιγμού  κάποιας άλλης σημασίας, διασπά την ίδια την εικόνα καθαυτή, αφήνοντας στον θεατή τη δυνατότητα να διαμορφώσει—μαζύ πάντοτε με τον καλλιτέχνη—μία νέα αντίληψη για τα όντα και τις δυνατότητες της πολλαπλής έκφρασης του ίδιου κόσμου μέσα από νέα λεξιλόγια και παίγμονα διάθεση.

Γιώργης-Βύρων Δάβος

Χαρά Πιπερίδου

Όταν οι αντιφάσεις της σύγχρονης ζωής, αλλά και της ίδιας της ανθρώπινης φύσης έρχονται να συναντήσουν την ανθρώπινη βούληση για ζωή και κατάκτηση του ζωτικού πυρήνα αυτής, τότε μοιραία ερχόμαστε αντιμέτωποι με καταστάσεις κωμικοτραγικής υπόστασης.

Πρόκειται για καταστάσεις που υποκινούνται από μία εποχή του παραλόγου-διαστροφής, μια εποχή που προκαλεί στον άνθρωπο πανικό και τον μετατρέπει σε ανορθολογική φιγούρα.

Ο σφυγμός καθίσταται νηματοειδής και ο «θάνατος» επέρχεται έστω και με μια ασήμαντη κίνηση.

Η υποταγή και αιχμαλωσία των επιθυμιών στα «πρέπει», στο «νόμο του ισχυρού», στο διαχρονικό και πάντα ισχύοντα κανόνα «ο θάνατός σου η ζωή μου» επιφέρει τη συντριβή, τη σύνθλαση και τον ψυχικό θάνατο.

Πάντα δίπλα σε ένα «θέλω» υπάρχει ένα «πρέπει» και αυτή η σύγκρουση προκαλεί ανεπανόρθωτες ψυχικές διαταραχές.

Είναι ο μηχανισμός της νέας τάξης πραγμάτων, που έχει ως στόχο του να αφαιρεί από τον άνθρωπο ζωτικά στοιχεία, προκειμένου αυτά να επαναχρησιμοποιηθούν.

Ο σύγχρονος άνθρωπος λοιπόν, μοιραία καλείται να έρθει σε σύγκρουση με ένα συνονθύλευμα ετερόκλητων καταστάσεων και συναισθημάτων που αυτές προκαλούν, καθώς και με το ίδιο το αδιέξοδο, που λέγεται ζωή!

Χαρά Πιπερίδου

Γιάννης Λημναίος

Προσπαθώντας να γίνεις αυτό που είσαι, βασιζόμενος στην δημιουργία ενός κόσμου καθρέφτη. Μορφές ξεριζωμένες – χωρίς βία – μέσα απ’το υποσυνείδητο υποχρεώνονται να υπάρξουν μπροστά σου και να σου δείξουν ένα δρόμοή καλύτερα ένα σταυροδρόμι, σε μια συνειδητότητα  γεμάτη αντιφάσεις και παιχνιδίσματα του λογικού, που σε ρίχνουν σε σκοτάδια αναδιοργάνωσης και αναπροσδιόρησης κάθε αρχής και αξίας που έως τώρα έθαβες στα σωθικά σου ως φυλαχτό. Η ομοιότητα και η μετριότητα εγκλωβίζει κάθε σουνευρική απόλυξη σε μια σπασμωδική, μανιακή συμπεριφορά γεμάτη εμμονές και τραγικές συμπτώσεις..

Κάθε μέρα περνάει σαν μια τρομερά δημιουργική ενασχόληση με πράγματα, σκέψεις και αποφάσεις για το μέλλον και το παρελθόν. Και το πρωϊ ξυπνάς με αμνησία. Όνειρο. Τίποτα απ’όλα αυτά δεν είχαι πραγματικά σημασία, πέρα απ’τις μικρές ή μεγάλες πληγές που άφησε στο μυαλό και σ’αυτό που τέλος πάντων λένε ψυχή.. Απλά τα πράγματα μες τον λαβυρινθό σας κύριοι… Ο μήτος έχει κοπεί μα εγώ θα κάτσω εδώ να τραγουδάω της φάλτσες μου εικόνες. Δεν ξέρω… Ίσως όλα αυτά είναι ψέμματα και όλα παν καλά..

Γιάννης Λημναίος

Γεώργιος-Παναγιώτης Καβούνης

Φιγούρες παραμορφωμένες, χαραγμένες με έντονες, δύσπεπτες εκφράσεις, αναδεικνύονται μέσα από μια βαριά, σαπρή και κλειστοφοβική ατμόσφαιρα… Είναι πασιφανές ότι η πρώτη ματιά στη ζωγραφική μου αφήνει μια μαυροφορεμένη και δύσθυμη αίσθηση. Εντούτοις, δεν μου είναι αρεστό να περιορίζομαι, να εγκλωβίζομαι στα στενά όρια κατηγοριών και χαρακτηρισμών. Δεν θεωρώ τον εαυτό μου έναν «σκοτεινό» ζωγράφο, αλλά έναν άνθρωπο που μέσα απ’ την αναζήτηση, την πνευματική «κακουχία», τον προβληματισμό, δημιουργεί και συνάμα εξελίσσει τη ζωγραφική του. Τα πινέλα μου κινούν η ειλικρίνεια, η αγωνία, η απόρριψη ηθικών στερεοτύπων και δογμάτων και πάνω απ’ όλα το συναίσθημα, φιλτραρισμένο μέσα απ’ τις θετικές και αρνητικές διαστάσεις της ίδιας της ζωής, που επηρεάζουν, βασανίζουν και εμπνέουν την ανθρώπινη ψυχή… Γιατί τελικά το μόνο που μένει, είναι τα ενδόμυχα αυτά σάλια, ντυμένα με στυγερά δόντια να μασουλάνε και να μεταρσιώνουν τα άβατα του νου.

Γεώργιος-Παναγιώτης Καβούνης

————————————————-